- ἐπικεκλεισμένας
- ἐπικεκλεισμένᾱς , ἐπικλείω 1shut toperf part mp fem acc plἐπικεκλεισμένᾱς , ἐπικλείω 1shut toperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.